- εξελεγκτικός
- η , ό[ν] проверочный, контрольный; ревизионный, инспекционный;
εξελεγκτική επιτροπή — ревизионная комиссия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξελεγκτική επιτροπή — ревизионная комиссия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξελεγκτικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξέλεγξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
εξελεγκτικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)